- σαρόντ
- το, Νάκλ. μουσ. λαουτοειδές μουσικό όργανο τής Βόρειας Ινδίας, που νήσσεται ή παίζεται με δοξάρι και έχει τέσσερεις κύριες μελωδικές χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sarod < sarod, λ. τής γλώσσας Χίντι < περσ. sarod].
Dictionary of Greek. 2013.